Στο Μαυροκκλήσι είχε από ώρα σκοτεινιάσει, μέσα στο δωματιάκι η Κατίνα άναψε τη γκαζόλαμπα, έβαλε με προσοχή το λαμπογυάλι και ανέβασε λίγο το φυτίλι της λάμπας, ένα απαλό φως φώτισε το δωμάτιο. Σε μια γωνιά, κάτω στο πάτωμα και πάνω σένα σκαμνί κάθονταν ο Σωτήρης.
Με το φως της λάμπας φωτίστηκε το δωματιάκι φωτίστηκε και το πρόσωπο του Σωτήρη. Η Κατίνα τον κοίταξε, προσπάθησε να διαβάσει στο πρόσωπο του τις σκέψεις του, τις εντυπώσεις του, δεν τα κατάφερε, λίγο το φως. Αναγκάστηκε να τον ρωτήσει:
«Σουτήρ πως τα πέρασις στα Βρυσικά; Πως είδγις τουν κόσμου ικεί, τσχουριανοί, είνι καλνοί άνθρουποι;»
«Κατίνα πουλύ καλά και καλνοί άνθρουποι, κι του χουριό καλούτσκου, θα φανεί κείνου, κουντός ψαλμός αλληλούια. Αντε τώρα στρώσι να πέσουμι κιαπ'αύρου βλέπουμι».
Από έξω από την αυλή ακούστηκε η φωνή του πεθερού της.
«Κατίναα ε Κατίνα, γύρσι Σουτήρς απ'του Καραμπνάρι;» «Ναι αφέντη, γύροι, τουν θέλς;» «Όχι νυφούδα, πέστι να κοιμθήτι, άντι καλό προυί». «Καλό προυί αφέντη» ανταπάντησε η Κατίνα.