Ήρωες από το κοντινό παρελθόν

Τετάρτη, 03 Απρίλιος 2013 22:04 διαχειριστής
Εκτύπωση

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗΣ

{ο επονομαζόμενος Κορεάτης}

Ένας άγνωστος ήρωας Βρυσικιώτης

Ένας γνωστός παρεξηγημένος Καραμπναριώτης.

Η αφορμή που έγραψα αυτό το άρθρο

Οπωσδήποτε δε συνέβη αυτό, δεν ξύπνησα ένα πρωί και έτσι, στα καλά καθούμενα, είπα στον εαυτό μου “σήμερα θα ασχοληθώ με τον συγχωρεμένο συγχωριανό μου Χρήστο Γιαννακάκη”, εξ άλλου τα χρόνια που αυτός έκανε ότι έκανε και έδρασε όπως έδρασε εγώ ήμουν ένα παιδαρέλι, ένα γκζάνι με το μυαλό μου, όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας μου, στα παιχνίδια.

Άλλος μου έδωσε την αφορμή, άλλος κέντρισε το ενδιαφέρον μου για να καταπιαστώ με τη μελέτη ενός κομματιού από τη ζωή του Χρήστου, για το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην περίοδο που υπηρέτησε σαν εθελοντής στρατιώτης  στο Εκστρατευτικό Ελληνικό Σώμα που πήγε  στην Κορέα, με απόφαση του ΟΗΕ.

Το περιστατικό της αφορμής.

Ήταν μια συνηθισμένη μέρα του περασμένου Γενάρη, του τρανού μήνα όπως λέγαμε παλιά στα Βρυσικά. Πρωί-πρωί βρέθηκα στο κατάστημα του ΙΚΑ στην πλατεία Αριστοτέλους για να θεωρήσω το βιβλιάριο υγείας. Σαν καλός και νομοταγής πολίτης που προσπαθώ να είμαι μπήκα στη σειρά και περίμενα. Μετά από μισή ώρα αναμονής και ενώ πλησίαζα στο γκισέ, γυρνώντας το κεφάλι μου προς τα πίσω διαπίστωσα ότι η ουρά είχε μεγαλώσει αρκετά πίσω μου, σχεδόν στο τέλος της είδα έναν κύριο ηλικιωμένο να περιμένει με έκδηλη στο πρόσωπο του την κούραση, να “καμπζιριάζει” τα βλέφαρα των ματιών του σαν να παρακαλούσε, σαν να ικέτευε να του παραχωρήσουν σειρά, μάταια όμως, κανείς δεν φιλοτιμούνταν να το κάνει, δυστυχώς έτσι γίνεται στις μεγαλουπόλεις, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, όλοι μας κοιτάζουμε μόνο το συμφέρον μας. Δεν ξέρω τι με επηρέασε,ίσως το συμπαθητικό χρονοσκαμμένο πρόσωπο του μαζί με την απελπιστική έκφρασή του, ίσως η στιγμιαία θύμηση του πατέρα μου, ή ίσως κάτι άλλο που δεν το κατάλαβα και στη στιγμή βρέθηκα δίπλα του, τον πήρα από το μπράτσο και τον οδήγησα στο γκισέ. Τα υπόλοιπα σας αφήνω να τα φανταστείτε μόνοι σας, φωνές και διαμαρτυρίες αλλά και βρισιές από τους υπόλοιπους που προηγούνταν αλλά ο παππούς πέρασε πρώτος και έκανε τη δουλειά του.

Μετά από πέντε λεπτά είχα τελειώσει και εγώ τη θεώρηση του βιβλιαρίου μου και ανακουφισμένος  που ξέπλεξα από την τερατώδη γραφειοκρατία του σύγχρονου Ελληνικού κράτους μας, κατευθύνθηκα προς την έξοδο. Κοντοστάθηκα στο μαρμάρινο κεφαλόσκαλο του κτιρίου του ΙΚΑ και τεντώνοντας το σώμα μου πήρα δυο-τρεις βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω. Την στιγμή εκείνη ένοιωσα ένα τράβηγμα στο αριστερό χέρι μου, γύρισα και είδα να στέκεται δίπλα μου ο παππούς που πριν λίγο είχα βοηθήσει.

“ Παππού, δεν έφυγες ακόμα για το σπίτι σου;” τον ρώτησα με απορία.

“Σε περίμενα να βγεις για να σε ευχαριστήσω για  αυτό που έκανες παλικάρι μου”  και συνεχίζοντας μου είπε, “ Αν θέλεις και έχεις χρόνο έλα να καθίσουμε εδώ στις πολυθρόνες της καφετέριας, να σε κεράσω έναν καφέ και να αλλάξουμε και καμιά κουβέντα, από τότε που πέθανε η γυναίκα μου σπάνια βρίσκω έναν άνθρωπο να κουβεντιάσω, ζω μόνος, χωρίς συγγενείς και φίλους και ο μοναδικός γιος μου ζει στην Αμερική, όλο μου γράφει και με παρακαλάει να με πάρει κοντά του, αλλά εγώ.............”

Πριν ακόμα προλάβουμε να καθίσουμε ο παππούς πρόλαβε να μου περιγράψει τη μισή ζωή του σα να ήθελε να με προετοιμάσει για τον βομβαρδισμό της πολυλογίας του που με περίμενε.

Με την πρώτη ρουφηξιά μας από τον καφέ ο παππούς ξαναπαίρνει το λόγο και με ρωτάει:

“Δε μου λες παλικάρι μου από που είσαι;”.

“Από πάνω από τον Έβρο και συγκεκριμένα από ένα χωριό του Διδυμοτείχου”  του απαντώ.

“ Από το Διδυμότειχο;  Α!!  ωραίοι άνθρωποι είστε εκεί, έτυχε να γνωρίσω ένα καλό και γενναίο παλικάρι από τα μέρη σας, υπηρετούσαμε μαζί στον πόλεμο της Κορέας, τον Χρήστο Γιαννακάκη, θυμάμαι καλά ότι ήταν από το χωριό Βρυσικά, θυμάμαι γιατί του έγραφα τα γράμματα προς την οικογένεια του.”

Με το άκουσμα του ονόματος του χωριού μου και το όνομα του συγχωριανού μου τινάχτηκα από το κάθισμα μου, ο μισός καφές μου χύθηκε στα μπατζάκια μου και η έκπληξη ζωγραφίστηκε στην έκφρασή μου τόσο έντονα που ανησύχησε και ο παππούς.

“Κοίτα να δεις πόσο μικρός είναι ο κόσμος” είπα από μέσα μου.

Ο παππούς, βλέποντας την ταραχή μου ίσως να διέγνωσε στο πρόσωπο μου μια ευνοϊκή γι΄ αυτόν περίπτωση για μονολόγους και “ένακαιρίσες”αφηγήσεις και  δεν την άφησε να περάσει ανεκμετάλλευτη.

Έτσι άρχισε την αφήγηση του για τα χρόνια του Κορεάτικου πολέμου.

 

{Με τον Χρήστο γνωριστήκαμε στα αφιλόξενα μέρη της Κορέας και σε καιρό πολέμου. Ήταν αρχές του χειμώνα του 1951.Βρεθήκαμε εκεί και οι δυο σαν εθελοντές στο Ελληνικό τάγμα που έστειλε η πατρίδα μας για να βοηθήσει τους Αμερικανούς και τους συμμάχους τους στον πόλεμο που κήρυξαν οι Βόρειο Κορεάτες στους Νότιους. Υπηρετούσαμε και οι δυο στη 2η διμοιρία του 2ου Λόχου. Εγώ έφεδρος Λοχίας και ο Χρήστος στρατιώτης τυφεκιοφόρος, τον είχα στην ομάδα μου. Εκεί, στην αφιλόξενη Κορέα, ζήσαμε για έξι μήνες δύσκολα και επικίνδυνα. Νοιώσαμε στο πετσί μας τι θα πει πόλεμος, τι θα πει θάνατος, ξημερώσαμε θεοσκότεινες νύχτες με τις σφαίρες να σφυρίζουν τριγύρω μας, οβίδες να σκάζουν δίπλα μας και να σκορπούν όλεθρο, καταστροφή και θάνατο. Εκεί νοιώσαμε τον πόνο αβάσταχτο όταν αντικρίζαμε κομματιασμένα σώματα συντρόφων μας και η μόνη σιγουριά και παρηγοριά μας ο ζωντανός Έλληνας συμπολεμιστής μας. Αυτή η μοναξιά μας, μακριά από την πατρίδα μας, τους φίλους και τους συγγενείς μας,  μας έδεσε ψυχικά πάρα πολύ και καταλάβαμε ότι δεν είμασταν μόνο Έλληνες συμπολεμιστές αλλά και Έλληνες αδέρφια.

Όλοι πολεμήσαμε γενναία, όλοι οι άντρες όλου του Τάγματος και εκεί στη μακρινή Κορέα ξανά επιβεβαιώσαμε πως πολεμούν οι Έλληνες για τα αρχαία ιδανικά τους, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία. Με τις γενναίες πολεμικές δράσεις μας προκαλέσαμε τον θαυμασμό των Αμερικανών και των άλλων συμμάχων και απόδειξη γι΄ αυτό είναι τα πολλά μετάλλια και οι τιμές που φέραμε στην πατρίδα επιστρέφοντας.}

Η μάχη στο ύψωμα  381


Ο παππούς σταμάτησε απότομα τη διήγηση, πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες για να πάρει δύναμη, έκανε μια γκριμάτσα που μαρτυρούσε προσπάθεια μεγάλη για να θυμηθεί και ύστερα ξανά

συνέχισε:

{Θεόφιλε, θυμάμαι με τρόμο τη μεγάλη μάχη που δώσαμε στο ύψωμα 381, μια μάχη άνιση, σκληρή  και κάτω από συνθήκες κόλασης, μια χούφτα Έλληνες στρατιώτες καταφέραμε να αντιμετωπίσουμε και να κάνουμε να οπισθοχωρήσουν τρεις χιλιάδες και παραπάνω επιτιθέμενοι Κινέζοι. Εμείς οι αμυνόμενοι καμιά διακοσαριά και μέσα σ΄ αυτούς ο Λόχος μας και μέσα στο Λόχο η διμοιρία μου, τριανταπέντε όλοι και όλοι γενναίοι Έλληνες στρατιώτες. Ήταν Γενάρης μήνας του 1951,   29 του μήνα όταν ήλθε σήμα από την Αμερικάνικη Διοίκηση που μας πληροφορούσε ότι το βράδυ θα δεχθούμε επίθεση από πολυάριθμη στρατιωτική μονάδα των Κινέζων  και μας διέταζε να κρατήσουμε πάση θυσία το ύψωμα 381. Τα περισσότερα τα γνώριζαν οι επιτελείς μας, εμείς στο λόχο πήραμε τη διαταγή συμπυκνωμένη σαν το Σπαρτιάτικο “Η ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ”.

Μόλις σκοτείνιασε μπήκαμε στα χαρακώματα αφού νωρίτερα τα είχαμε ενισχύσει με σάκους άμμου. Ο Αμερικανός διοικητής εξ αρχής όταν κατάστρωνε την αμυντική γραμμή του λόφου είχε τοποθετήσει στο κέντρο της άμυνας τον Λόχο μας, δεν γνωρίζω αν το έκανε αυτό τυχαία ή είχε φροντίσει και έμαθε για την πολεμική μας αρετή της αυτοθυσίας και έβαλε εμάς εκεί όπου θα έπεφτε όλο το βάρος της επίθεσης των Κινέζων.

Η νύχτα προχωρούσε πολύ αργά. Βαθύ σκοτάδι τύλιξε την πλαγιά που ήταν οι θέσεις μας και τον απέραντο βαλτόκαμπο που απλώνονταν μπροστά μας, από τα ριζά του λόφου. Εμείς, χωμένοι στα αμπριά μας με όλες τις αισθήσεις μας σε επιφυλακή, και με το ένα δάχτυλο στη σκανδάλη και το άλλο στην περόνη της χειροβομβίδας. Άκρα του τάφου σιωπή επικρατούσε μεταξύ των ανδρών της ομάδος μου, το κρύο μας σούβλιζε μέχρι το κόκαλο, έπεφτε και ένα σιγανό εκνευριστικό χιονόβροχο που ανέβαζε την αγωνία μας για το τι μας περιμένει, ήταν η πρώτη μάχη που θα δίναμε σ΄ αυτήν τη χώρα και με ένα στρατό πολυάριθμο και άγνωστο. Στην ομάδα μου είχα εννέα άντρες, ένας από αυτούς ήταν και ο Γιαννακάκης Χρήστος, ο χωριανός σου. Τον θυμάμαι σα να ήταν χθες, τον φέρνω και τώρα μπροστά μου να με κοιτά με εκείνα τα μικρά μαύρα μάτια του γεμάτα απορία. Ήταν ένα λεπτοκαμωμένο παλικάρι, μαυριδερό με ένα πρόσωπο σφιχτό, γεμάτο φλέβες και μυς.

Είχα τοποθετήσει τους άνδρες σύμφωνα με τις οδηγίες που μου είχε δώσει ο ανθυπολοχαγός διμοιρίτης. Εγώ μαζί με τον πολυβολητή και το τριαντάρι πολυβόλο μείναμε στο μεγάλο κεντρικό αμπρί που έπαιζε το ρόλο πολυβολείου. Οι υπόλοιποι άντρες αραδιάστηκαν μισοί από αριστερά μας και οι άλλοι από τα δεξιά μας. Στο τελευταίο εξωτερικό όρυγμα, στο πιο απομακρυσμένο, πήγε ο Χρήστος. Γύρω στα μεσάνυχτα έπεσε το πρώτο Κινέζικο βλήμα από όλμο, έσκασε αρκετά μακριά μας, ύστερα ακολούθησαν κι΄  άλλοι όλμοι και μετά έγινε κόλαση. Μια ώρα κράτησε αυτός ο ανελέητος  βομβαρδισμός των Κινέζικων όλμων ευτυχώς  χωρίς ούτε έναν τραυματισμό από την ομάδα μου. Η παναγία μας προστάτευσε. Έπειτα έπεσε πάλι νεκρική ησυχία και μαύρο βαθύ αδιαπέραστο σκοτάδι, δεν βλέπαμε ούτε τη μύτη μας,  η αγωνία παρέα με το φόβο έκανε τις καρδιές μας να χτυπούν δυνατά και γρήγορα. Σε μια στιγμή άκουσα ένα θόρυβο σαν κάποιος να σέρνονταν δίπλα μου και ένοιωσα ένα τράβηγμα στο μανίκι του χεριού μου. Ταραγμένος έκανα κίνηση να τραβήξω το περίστροφο από τη ζώνη μου , “μας φάγανε οι σχιστομάτηδες” σκέφτηκα.

Τότε άκουσα μια ψιθυριστή  φωνή να μου λέει:

“Λοχία εγώ είμαι, ο Χρήστος, άκουσε με  προσεκτικά και πίστεψε με, δεν προλαβαίνουμε να πούμε πολλά, βλέπω Κινέζους στρατιώτες να μας πλησιάζουν, είναι πολλοί, μπορώ και τους διακρίνω καθαρά μέσα στο σκοτάδι, όχι μόνο τους βλέπω αλλά και τους μυρίζομαι, μυρίζω ανθρωπίσια μυρωδιά που δεν μοιάζει με τη δική μας, είναι Κινέζοι και δεν απέχουν πολύ από τις θέσεις μας, καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά μας και προχωρούν προς τα δω. Δώσε διαταγή στον πολυβολητή να πάει στο αμπρί μου και άσε με να αναλάβω το πολυβόλο. Πριν μας πλησιάσουν και μας επιτεθούν αιφνιδιαστικά θα τους θερίσω σα στάχυα. Λοχία κάνε γρήγορα.”

Δεν το πολυσκέφτηκα, ο πολυβολητής πήγε στο όρυγμα και ο Χρήστος έσφιξε στις παλάμες του  τις λαβές του πολυβόλου.

Πριν πατήσει τη σκανδάλη σήκωσε το κεφάλι του και φώναξε στα άλλα παλικάρια.

“Πυρ ομαδόν, ρίξτε εκεί που θα ρίχνει το πολυβόλο, στα τυφλά”

Η πρώτη ριπή τάραξε τη νεκρική νυχτερινή ησυχία και φώτισε με θανατηφόρο λάμψη την ατμόσφαιρα και ύστερα χαλασμός Κυρίου. Μια ώρα βάσταξε η κοσμοχαλασιά, σιγά-σιγά άρχισαν να λιγοστεύουν οι βροντές και οι πυροβολισμοί μέχρι που σε κάποια στιγμή σταμάτησαν εντελώς, τώρα μόνο ουρλιαχτά και βογγητά ακούγονταν από το βάθος. Ήταν τα βογγητά πόνου των τραυματισμένων Κινέζων που κείτονταν μέσα στον βαλτότοπο. Το πρωί αντικρίσαμε το θλιβερό αποτέλεσμα της νυχτερινής μάχης. Τα θύματα από τη μεριά των Κινέζων εξακόσιοι νεκροί και πάρα-πολλοί τραυματίες, από την πλευρά μας δυο νεκροί και οκτώ τραυματίες και το ύψωμα 381 στα χέρια μας, στα χέρια των συμμάχων. Βεβαιώτατα, αυτό το κατόρθωμα  δεν ήταν μόνο της ομάδος μας, όλος ο λόχος μας αλλά και οι άλλοι λόχοι των συμμάχων που συμμετείχαν στην άμυνα του υψώματος έκαναν πολύ περισσότερα, εμείς μόνο την αρχή κάναμε χάρις της υπερφυσικής ακουστικής και οραματικής οξυδέρκειας του ήρωα Γιαννακάκη Χρήστου.”

Εδώ σταμάτησε απότομα τη διήγηση ο παππούς, γύρισα και τον κοίταξα, ανέπνεε βαριά και με δυσκολία, τα μάτια του είχαν βουρκώσει.

“Παππού, ας σταματήσουμε εδώ, πέρασε και η ώρα και έχω να τελειώσω και μια επείγουσα δουλειά” Έτσι του είπα προσέχοντας μία-μία τις λέξεις μου φοβούμενος μη πω κάτι και τον πληγώσω.

Συμφώνησε και σηκώθηκε από το κάθισμα.

“Έχεις δίκαιο παιδί μου, πέρασε η ώρα, άντε να φύγουμε πάρε και την κάρτα μου και όποτε θέλεις τηλεφώνησε με να ξαναβρεθούμε και να σου πω κι΄ άλλα για κείνα τα χρόνια και για το πατριωτάκι σου τον Χρήστο.”

Πέρασαν μέρες αρκετές και μια από αυτές βρέθηκα πάλι στην πλατεία Αριστοτέλους, Θυμήθηκα το γέρο, πήγα κάθισα στο ίδιο τραπεζάκι και πριν παραγγείλω καφέ έβγαλα το κινητό μου και την κάρτα του παππού και τηλεφώνησα. Απάντησε μια γυναικεία φωνή:

“Λέγετε;..”     (Λέιτι;)

“Παρακαλώ τον κύριο Γιάννη”   και η γυναικεία φωνή μου ξαναπάντησε:

“Σίγουρα δε θα το μάθατε, ξέρετε ο παππούς μας άφησε χρόνους..”

Έκλεισα το τηλέφωνο σιωπηλός,

“Κρίμα ο παππούς πέθανε και μαζί  του και οι μικρές ιστορίες του της Κορέας, έφυγαν παρέα  για τον άυλο κόσμο, για άλλη διάσταση, για τη διάσταση των ιδεών, για τον πραγματικό κόσμο”   μουρμούρισα.

 

Η φωνή του σερβιτόρου με ξανάφερε στα εγκόσμια:

“Παρακαλώ τι επιθυμείτε;”  Λάλησε, σκουπίζοντας συγχρόνως με ένα καθαρό σφουγγάρι την επιφάνεια του τραπεζιού.

“Δυο ελληνικούς με ολίγη”  του παράγγειλα.

¨Περιμένετε παρέα;  Να τραβήξω μια πολυθρόνα κοντά σας:

“Περιμένω κάποιον αλλά δυστυχώς δεν θάρθει, άρα δεν χρειάζεται η πολυθρόνα”

“Τον καφέ του να τον φέρω;”

“Ναι φέρτον”

Ο σερβιτόρος απομακρύνθηκε προβληματισμένος, σίγουρα θα σκέφτονταν αν ο μπάρμπας, δηλαδή εγώ, ήταν στα καλά του.

Εγώ ξαναβούτηξα στις σκέψεις μου. Στο μυαλό μου στριφογύριζαν όλα όσα είχα ακούσει από τον παππού και μαζί μ΄ αυτά και η μορφή του συχωρεμένου του Χρήστου.

Πόσο άδικοι σταθήκαμε απέναντι του όταν ζούσε, και εγώ και οι χωριανοί μου.

Να είσαι καλά Χρήστο εκεί που βρίσκεσαι, σίγουρα σε τόπο ανάπαυσης και ηρεμίας, ένας μικρός ήρωας ανάμεσα σε ήρωες αγαθούς, αρχαίους μα και σύγχρονους.

 

Θεόφιλος  Γουδουσάκης

Απρίλιος 2013

Τελευταία Ενημέρωση στις Τετάρτη, 03 Απρίλιος 2013 22:27