Υδροχώρι!

Τρίτη, 28 Ιούνιος 2011 12:01 διαχειριστής
Εκτύπωση



Άνοιξη     του χίλια επτακόσια σαράντα  οκτώ.

Απρίλιος μήνας.

Μια ηλιόλουστη ζεστή μέρα ξημέρωσε ανασταίνοντας και τα τελευταία ζωντανά της φύσης από τη χειμωνιάτικη τους νάρκη. Χαρά Θεού. Ο Ήλιος αγκάλιασε στοργικά και ζέστανε την πλατιά κοιλάδα του Ερυθροπόταμου  μαζί και τα παρόχθια μικρά χωριουδάκια.   Ζώα, δένδρα και άνθρωποι αναρίγησαν γλυκά από το χάδι του ζωοδότη Ήλιου γεμίζοντας με ενέργεια τις ψυχές τους και τα κορμιά τους. Οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής που ήταν  Έλληνες, προσπαθούσαν να χαρούν όσο μπορούσαν περισσότερο την αναγέννηση της φύσης όπως τους τη χάριζε ο Πλάστης, ο Μεγάλος Δημιουργός, με εργασία και δοξολογίες προς Αυτόν αλλά η αιωνόβια Τουρκική κατοχή δεν τους άφηνε να χαρούν και να την απολαύσουν. Γενιές και γενιές πέρασαν πριν από αυτόν εδώ τον ευλογημένο τόπο, που έζησαν, υπέφεραν και πέθαναν κάτω από την τυραννία των βάρβαρων Τούρκων κατακτητών, το ίδιο υπέφεραν και σήμερα. Όσο μάλιστα έφταναν τα χαμπέρια από χώρες όπως τη Μολδαβία, τη Ρωσία όπου Έλληνες που ζούσαν και προόδευαν εκεί ξεσηκώνονταν και οργανώνονταν ετοιμάζοντας επανάσταση για να τους διώξουν και να ελευθερώσουν την Ελλάδα, άλλο τόσο οι κατακτητές πίεζαν και βασάνιζαν του ντόπιους Έλληνες των χωριών αλλά και των πόλεων κάνοντας τη ζωή τους μαρτυρική, αβάσταχτη.


Στη μεγάλη κοιλάδα του ποταμού, Απρίλη μήνα, η βλάστηση οργίαζε. Ο καταπράσινος κάμπος έσφυζε από κίνηση και ζωή. Ζωντανός, όμορφος και φανταστικός χώριζε τις αυλές των χαμηλών σπιτιών του Υδροχωρίου από τις δενδροστοιχισμένες όχθες του τεμπέλη σήμερα Ερυθροπόταμου. Τα θολά κοκκινωπά νερά του είχαν υποχωρήσει και αυτός κυλούσε τώρα αργά προς την ανατολή για να ενωθεί με τον μεγάλο ποταμό, τον Έβρο. Ο χειμώνας που πέρασε ήταν φέτος βαρύς, τα χιόνια που έριξε πολλά και το λιώσιμο τους έφερε πολλές πλημμύρες στην περιοχή, αρκετές φορές έφθασαν και μέχρι τις αυλές των σπιτιών του χωριού γλείφοντας ακόμα και τα ντουβάρια τους ανησυχώντας τους κατοίκους και μεγαλώνοντας τη δυστυχία τους. Όμως τώρα όλα αυτά πέρασαν, τα νερά του ποταμού αποτραβήχτηκαν και η ζωή στο χωριό ηρέμησε. Τώρα το ποτάμι έπαψε να είναι απειλητικό, τα χωράφια στον κάμπο άδειασαν από τα νερά και η ζωή τους βρήκε τον κανονικό ρυθμό. Σιγά σιγά στην αρχή και όσο προχωρούσε η άνοιξη κάθε μέρα, οι γεωργοί στο Υδροχώρι, έζευαν  στα κάρα τους τα δυνατά βόδια, φόρτωναν τα εργαλεία τους και έβγαιναν στα χωράφια για όργωμα και σπορά των ανοιξιάτικων, “τανξιάσια” όπως έλεγαν στη ντοπιολαλιά τους. 

 

 

Ένας γεροδεμένος νέος άντρας, ο Γιάννης Μπαντιάνης, ο “τσιφτέ τορβάς”, όπως τον φώναζαν στο χωριό, τούτη την ώρα έσπρωχνε το αλέτρι, την “παπάρα”, που τραβούσαν δυο δυνατά βόδια, να μπει βαθιά στο χώμα το υνί, να το ανακατέψει, να οργώσει το εύφορο καμποχώραφο και να το ετοιμάσει να δεχθεί τους σπόρους που θα έσπερνε για να βλαστήσουν δυνατά βλαστάρια και να δώσουν πολλούς καρπούς. Θα το έσπερνε φασόλια. Μαζί με τις χειρολαβές από το αλέτρι κρατούσε στο ένα χέρι του τις τριχιές που είχε δεμένα από τα κέρατα τα βόδια για να τα οδηγεί σωστά στο χωράφι και στο άλλο την μεγάλη κρανίσια βουκέντρα, την “ξιάλη”.Ήταν μεγάλη η ξιάλη του Μπαντιάνη, κοντά δυο μέτρα, ίσια σαν αρχαίο Θρακικό δόρυ, καψαλισμένη σε φωτιά για να ατσαλώσει και καλοπελεκημένη. Στην απάνω μεριά της είχε μπηγμένο ένα μυτερό καρφί για να κεντρίζει τα ζώα στα καπούλια όταν αυτά κουρασμένα σταματούσαν να τραβούν τη παπάρα και

στην κάτω, τη χοντρή μεριά, είχε σφηνωμένο ένα μεταλλικό φτυαράκι για να φτυαρίζει κάπου-κάπου το υνί από τα υγρά νωπά χώματα που μάζευε. Από τις έξι τα ξημερώματα είχε ξεκινήσει το όργωμα και τώρα που πλησίαζε δέκα το μισό και λίγο παραπάνω χωράφι το είχε οργώσει.

 

-Όχααα,,,,,     οχά μπέτσιου,,,    οχά καρά...   Φώναξε στα ζωντανά.

 ολόκληρο το μυθιστόρημα σε pdf

Θεόφιλος

Τελευταία Ενημέρωση στις Τρίτη, 28 Ιούνιος 2011 12:37