• Μεγαλύτερο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Προκαθορισμένο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Μικρότερο μέγεθος γραμματοσειράς

Χριστουγεννιάτικα έθιμα Βρυσικών

E-mail Εκτύπωση PDF

Τα Καρκαντζέλια του δωδεκαημέρου    (ή κατά το Ελληνικότερο οι Καλικάντζαροι)

Μια μικρή διηγηματική περιγραφή εθίμου του χωριού μας προσφορά στους μικρούς συγχωριανούς μας για να μαθαίνουν πως ζούσαν οι παππούδες τους τη δεκαετία του '50 αλλά και στους παλιούς για να θυμούνται.


Σε όλες τις Ελληνικές μικρές, αδύναμες και φτωχές κοινωνίες, με το πέρασμα των χρόνων, γεννήθηκαν έθιμα, παραδόσεις, δοξασίες και θρύλοι με σκοπό να εξασφαλίσουν την προστασία της κοινωνίας τους από τους Αγίους και μέσω αυτών του Άγιου Θεού.

Ο μεγάλος φόβος των ανθρώπων ήταν τα κακά πνεύματα και για να τα κρατήσουν μακριά από τα χωριά τους και από τα σπίτια τους, μαζί με την βοήθεια που επικαλούνταν και περίμεναν από τον Θεό, προέβαιναν  και σε διάφορες ενέργειες, ανάλογα με τα κακά πνεύματα που τους απειλούσαν κατά καιρούς για να τα εκφοβίσουν και να τα διώξουν.

 

(Εδώ βλέπουμε πλήρη εφαρμογή του αρχαίου Ελληνικού ρητού   “συν Αθηνά και χείρα κίνει”).

Με το πέρασμα του χρόνου όλες αυτές οι ενέργειες των χωριανών συσσωρεύονταν πλουτίζοντας την εμπειρία τους και δημιουργώντας συγχρόνως παραδόσεις και δοξασίες για τις επόμενες γενιές.

Έτσι γεννήθηκαν οι θρύλοι και μαζί τα έθιμα.

Στο χωριό μας, όπως και σε πολλά άλλα, τα κακά πνεύματα που εμφανίζονταν στις μέρες του

δωδεκαήμερου των Χριστουγέννων ήταν οι καλικάντζαροι ή τα καρκαντζέλια όπως τα λέγαμε.

 

παπαθεολόγουοικογένεια 1950

Το έθιμο.

Βρυσικά   1950  μήνας Δεκέμβρης ημέρα εικοστή τρίτη, προ παραμονή των Χριστουγέννων.

Πολύ πρωί ,,     Βαθιά χαράματα.,,   “ χαραή.”

Παχύ στρώμα παγωμένου χιονιού κάλυπτε εδώ και βδομάδες όλο το χωριό. Οι υποτυπώδεις χωματόδρομοι και οι δυο μικρές πλατείες ήταν καλυμμένες με χιόνι και πάγο. Τα σπίτια χωμένα μέχρι τις χαμηλές στέγες μέσα στο χιόνι.. Νεκρική σιγή απλώνονταν παντού πάνω από το χωριό, που και που   κάποιο αλύχτισμα σκύλου έσκιζε τη σιωπή και ύστερα ακολουθούσαν ομαδικά γαβγίσματα. Καθώς, αργά-αργά, προχωρούσε το ξημέρωμα και οι σκιές της νύχτας υποχωρούσαν ξεσκεπάζοντας τα νυχτερινά μυστικά της,  βαριές ανθρώπινες ομιλίες άρχισαν να ακούγονται από τις αυλές  και τα μισοσκότεινα σαϊβάνια και να διασκορπίζονται στον παγωμένο πρωινό αγέρα μαρτυρώντας ότι το χωριό άρχισε να ξυπνάει. Στην αρχή κάνα δυο “μπατζιάδες” στον επάνω μαχαλά και άλλοι τόσοι στον κάτω και ύστερα κι΄ άλλοι,  κι΄ άλλοι σ΄ όλο το χωριό φανέρωσαν την ζωντάνια τους και πρόδωσαν τις φωτιές που άναψαν στα τζάκια και στις μασίνες οι γιαγιάδες, νοικοκυρές και  αφέντρες βγάζοντας   πυκνούς καπνούς σα μεγάλα λιβανιστήρια, ευχαριστήρια προς τον Ύψιστο για την καινούργια μέρα ζωής που τους ξημέρωσε, μέρα μεγάλη και ιερή με έναν ουρανό φωτεινό και ασυννέφιαστο. Το χαρούμενο, φωτεινό πρωινό εγκαταστάθηκε για τα καλά σ'  όλο το χωριό που άρχισε να ζωντανεύει. Οι αραιές βραχνές ομιλίες έγιναν σιγά-σιγά οχλοβοή, οι παγωμένοι δρόμοι ζεστάθηκαν από τις οπλές των βοδιών και αγελάδων που οι άντρες “απόλκαν απ΄ ταχούρια” για να τα οδηγήσουν στον “χωριανκό τσισμέ” για πότισμα. Οι γυναίκες βγήκαν στις αυλές για να κάνουν δουλειές που έπρεπε για τη σημερινή μεγάλη μέρα. Παιδιά σε τσούρμα, σε ομάδες άρχισαν  να συγκεντρώνονται στην πλατεία μπροστά από την κοινότητα χαρούμενα με αναψοκοκκινισμένα τα προσωπάκια τους. Ο λόγος της χαράς τους ήταν ότι περίμεναν με ανυπομονησία να φανούν οι δυο μεγάλες παρέες από χειροδύναμα παλικάρια που εφοδιασμένα με μεγάλα και κοφτερά μαχαίρια θα περιφέρονταν από σπίτι σε σπίτι , σ΄ όλο το χωριό για να σφάξουν τα μεγάλα γουρούνια που έτρεφαν οι οικογένειες μέσα στα ειδικά “κμάσια”. Η ευτυχία στο μεγαλείο της απλότητας ξεκίνησε την ημέρα και η ίδια στο μεγαλείο της γνησιότητας την έκλεισε νωρίς το βράδυ.

Οι μεγάλες οικογένειες με παππούδες, γιαγιάδες, νταήδες μπαμπάδες και κάκουδες μάνες παλικάρια και κοπέλες μα και κουρτσούδια και πιδούδια άρχισαν να “σμαζεύουντε μέσα και να αραδιάζουντε λόϊαρ από τη ξυλόσομπα. Ο παππούς και αφέντης μισοξαπλωμένος στον ξύλινο χοντροφτιαγμένο καναπέ και στηρίζοντας το κεφάλι του στον “γίκου” που μόνο αυτός είχε το προνόμιο από την οικογένεια σε αυτή τη θέση, κάπνιζε το στριφτό τσιγάρο του βυθισμένος στις σκέψεις του, κάπου- κάπου έβγαζε μια στριγκλιά για να μαλώσει τα εγγόνια που θορυβούσαν και του τάραζαν τους συλλογισμούς του.

Κάποια στιγμή που θεώρησε κατάλληλη σηκώθηκε και φορώντας τα “γιμινιά”  “σμπούρηξε” βραχνά στη γυναίκα του.

 

-Τασιά, ε  Τασιά.  του “γνι” τούφιρις απόξου;

 

-Τόφιρα μέσα  Λία, τόβαλα να κει πλαϊνιά στου τζιάκ, θυμιάμα έχου ψλά στμπουλίτσα σένα χαρτούδ΄ μαζί με λίου ξηρό βασιλκό. Άντι ξικίνα να θυμιατίς για να προυγγίξουμι τα ζλάπια, τα καρκαντζέλια που θα έρν πόψι όπους μας όρσι η μανίτσα παναούδα.

 

Ο Αφέντης πάππους, σύμφωνα με το έθιμο και τις παραδόσεις, έπρεπε απόψε να θυμιατίσει σ΄ όλο το σπίτι μα και έξω στην αυλή, στον φούρνο, στα αχούρια και στο πηγάδι μα προπαντός να θυμιατίσει το μέρος της αυλής όπου έσφαξαν το πρωί τα παλικάρια το γουρούνι τους, εκεί επάνω στα παγωμένα τώρα αίματα. Το έθιμο τους του το υπενθύμισε και ο αρχηγός της παρέας των σφαχτάδων.

 

-Νταή Λία, μη αστουχίς του βράδυ να θυμιατίς τα γιόματα, γιατί τα καρκαντζέλια έρουντι κι απού τα γιόματα θα ξεκινήσουν κι ύστιρα χορτάτα άντι να τα κανς ζάπι.

 

Ο πάππου Λίας πήρε το υνί και πλησίασε στη ξυλόσομπα, άνοιξε με το ελεύθερο χέρι του το πορτάκι και με την μασιά τράβηξε τρία μεγάλα κάρβουνα μπροστά και πιάνοντας τα τα τοποθέτησε πάνω στο πλαγιαστό υνί με μεγάλη προσοχή, ύστερα άδειασε το περιεχόμενο από το “χαρτούδι” που πήρε από την “μπουλίτσα” ,  θυμιάμα με βασιλικό, φύσηξε ελαφρά πάνω στα κάρβουνα για να ανάψει και η θυμιάμα. Μαύρος αρωματικός καπνός βγήκε και διασκορπίστηκε στην ατμόσφαιρα του δωματίου. Πρώτα, αφού έκανε το σταυρό του τρεις φορές, με τη βοήθεια της μεγάλης ροζιασμένης γέρικης παλάμης του λιβάνισε τον εαυτό του και ύστερα όλα τα παρόντα μέλη της οικογένειας. Συνέχισε το λιβάνισμα θυμιατίζοντας το σπίτι όλο, δωμάτια, αποθήκες, πόρτες, παραπόρτια, παράθυρα και φεγγίτες, βγήκε έξω και πήγε στα αχούρια και τον αχυρώνα και αφού τα θυμιάτισε κατευθύνθηκε στο μέρος με τα αίματα του γουρουνιού, τα θυμιάτισε σταυροειδώς και άδειασε επάνω τους λίγο καρβουνοθυμίαμα, μετά πήγε στο πηγάδι και αφού θυμιάτισε από επάνω από το στόμιο έριξε τα υπόλοιπα κάρβουνα μέσα στο πηγάδι. Τελειώνοντας ξανασταυροκοπήθηκε και πήγε στην πίσω μεριά του σπιτιού για να αφήσει το υνί.

Ξαναμπήκε στο σπίτι όπου τον περίμενε όλη η οικογένεια αραδιασμένη στη σειρά τηρώντας την ηλιακή ιεραρχία, όπως ήταν παρατεταγμένοι, ένας-ένας έσκυψα ν και του φίλησαν το χέρι.

Ευτυχισμένος γύρισε και μισοξάπλωσε πάλι στον καναπέ με τον συλλογισμό

 

“ Δόξα τω Θεω που με αξίωσε και φέτος να κάνω το έθιμο και να θυμιατίσω την οικογένεια  και το σπίτι μου για να διώξω τα καρκαντζέλια μακριά  μας μη μας  μαγαρίσουν  τις άγιες μέρες που έρχονται”

 

Θεόφιλος

Τελευταία Ενημέρωση στις Δευτέρα, 17 Δεκέμβριος 2012 21:14  
''Ο γιος μου ο Σωτήρης δεν θα γυρίσει στο χωριό, αλλά στα μάτια της εγγονής μου Ελένης, βλέπω καθαρά την επιθυμία της να ζήσει σ' αυτό'' -Θεόφιλος

ΕΙΚΟΝΕΣ

ΖΩΝΑΡΑΔΙΚΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΦΑΝΗ