Το πορτραίτο ενός Φίλου

Σάββατο, 31 Δεκέμβριος 2011 21:21 διαχειριστής
Εκτύπωση

Μέσα απ' το χώμα πάντα φωνάζουμε:

Τη σπορά, το θερισμό μας* 

Γεραλής Σωτήρης, Ψηλά το αίμα (εκδ. Γαβριηλίδης, 2009), Επίλογος, σελ.

  

  

 Είναι η ανθρώπινη μνήμη εναρμονισμένη κυψέλη της αλήθειας; Της ομορφιάς; Του πόνου και της φθοράς; Της αυταπάτης; Ερωτήματα καίρια και απαιτητικά που ενδεχομένως να απασχολούν έναν άκρως πεινασμένο φιλόσοφο - αν τον θεωρούμε αποκλειστικό εντολοδόχο των μειζόνων αινιγμάτων της ζωής.

 Και της τέχνης.

 Στην τέχνη, όμως, όσο κι αν γεννιέται και —όχι σπάνια — αναγεννιέται ο στοχασμός, δεν μετέχουν μόνον οι στοχαστές. Μετέχουν οι πάντες. Ή πιο σωστά, ο καθένας χωριστά.

Κι όσον αφορά, ειδικότερα, το κουπί της ποίησης μετέχει προπαντώς το ...κύμα. Του ποιητή και του αναγνώστη. Του αναγνώστη και του ποιητή. Εναλλάξ και συγχρόνως.

Στο κουπί και στο κύμα που απαντάται η ποίηση του Σωτήρη Γεραλή συνάντησα το αρχικό περί μνήμης και αλήθειας, ομορφιάς κι απάτης, δυσεπίλυτο ερώτημα. Κι αυτό, διότι από συλλογή σε συλλογή, από τις Κλίμακες (1999) έως το Ψηλά το αίμα (2009) κοινός παρονομαστής των λέξεων του Γεραλή είναι τα φυσικά φαινόμενα που απασχολούν την μνήμη: συνεπώς τόσο το πνεύμα, όσο και το σώμα. Στη συνομιλία που περιέχεται ακολούθως εντός του παρόντος Πορτραίτου ο λόγος του Γεραλή αποκαλύπτει κι άλλα εννούμενα ή και υπονοούμενα της συμβίωσης και περιδίνησής του με την μούσα. Και είναι γνωστό ήδη από τα χρόνια της αρχαιοελληνικής χαραυγής: μητέρα της μούσας είναι η Μνημοσύνη.

ΠΑΝΟΣ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

 

  

 

Σωτήρη, γιατί γράφουμε ποίηση σήμερα; Συμφωνείς με την άποψη ενός μέρους της δυτικής παράδοσης πώς η ποίηση είναι μια τέχνη περιττή; 

Ποίηση γράφουμε για να περιγράψουμε το αόρατο. Για να ενωθούμε με τους άλλους και τα άλλα. Για την ομορφιά.

Είναι σχεδόν Νόμος, πως για ό,τι αποφανθούμε, ισχύει τε­λικώς το αντίθετο, μόλις κρυώσουν λίγο οι τοποθετήσεις! Άρα, θα συμπέραινε κάποιος, ποίηση γράφουμε για το ορατό. Για να ενωθούμε με τον εαυτό μας. Για την ασχήμια (μιλάω για την παρουσία και τον ξορκισμό της). Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη εμβρίθεια για να κατανοήσουμε το νόημα που κρύβεται σ' αυτές τις απόπειρες (άσπρου-μαύρου), "φωτογράφησης" της ποίησης. Τα δίπολα των αντιθέτων συζευγνύονται με τρόπους που μάλλον καθίσταται ανέφικτο να εντοπίσουμε τις ραφές τους και ν' αρχίσουμε να ξηλώνουμε και να ράβουμε κατά το δοκούν, επιτρέποντας σε αυτό που αποκαλούμε «ποίηση», να παρεισφρέει σε αυτές, και τελικώς να αποτελεί «τον σύνδεσμο» για την σταθερότητα και την αυθυπαρξία τους.

Όπως κάθε σκέψη, έτσι και αυτή (έτσι και οι επόμενες), σε λίγο που θα κρυώσει, θα πεινάσει ανατροπές και συμπληρώσεις.

Ας παίξουμε λίγο με τα παιχνίδια: το βιωμένο "ποιητικό" υπόβαθρο των παιδικών μου χρόνων, απ' όσο θυμάμαι και απ' όσο είμαι σε θέση, αυτή τη στιγμή, να καταγράψω, είναι τρεις τέσσερις αισθήσεις: Η πρώτη καταγράφεται στη σκέψη "πού είναι οι άλλοι", ξέροντας —ας πούμε — , που ήμουν εγώ. Η δεύτερη, έχει να κάνει με το "αόρατο" των ερτζιανών (αυτό το κοπιώδες για την μικρή μου ηλικία, ερώτημα) και με το απολύτως "ορατό" στην αίσθηση της ακοής (τότε), αποτέλεσμα τους. Οι φωρατές, οι αντιστάσεις, οι πυκνωτές, οι λυχνίες και τα τρανζίστορ αποτέλεσαν τις πρώτες υλικές παγίδες (ως άλλες λέξεις), για την αιχμαλωσία του, την κτήση, την παρατήρηση στο εργαστήριο. Την βαθύτερη κατανόηση. Ας θυμηθούμε ότι με τις ίδιες ή παρεμφερείς παγίδες γύρω στο '64-'65, "πιάσαμε" τον απόηχο της μεγάλης γενέσεως. Αυτόν τον βαθύ κοσμικό αναστεναγμό. Επιστημονικά, την «Κοσμική Ακτινοβολία Υποβάθρου». Δεν θα ασχοληθώ βέβαια με την τεχνολογική επανάσταση των τελευταίων δεκαετιών. Αλλά οφείλω να επισημάνω τη σημασία που απέκτησε εκ των υστέρων, στους πολλούς, η συνειδητοποίηση της φύσεως είτε του ίδιου του φωτός (ως κύμα), είτε όλου του υπόλοιπου (μη ορατού) φάσματος, ως φορέας υπάρξεων, χαμένων στα βάθη του αρχέγονου χρόνου, είτε βέβαια, αυτής της ίδιας Κ.Α.Υ, το πρώτο κλάμα του Κόσμου-μωρού, που, παρ' όλη την ενηλικίωση του, ακούμε ακόμη και σήμερα. Όλα αυτά, από μόνα τους, είναι «ένα ποίημα».

Το τρίτο είναι η ομορφιά σε όλες τις εκφάνσεις της: έτσι ευάλωτος καθώς είσαι με την απουσία των άλλων, και σιγά-σιγά η μοναξιά σταλάζοντας, μπαίνει μέσα στα μάτια σου ένα σύννεφο που στάζει ρόδι, ή μυρίζεις τον βρεγμένο κήπο σου. Ή πλήττεσαι από ένα αναδυόμενο κατακόκκινο φεγγάρι και σκάει στη μύτη σου νυχτολούλουδο την ίδια στιγμή. Ή βλέπεις (και μυρίζεις) ένα όμορφο κορίτσι. Ή ακούς νύχτα καλοκαιρινή στην εξοχή, κάποια μπάντα σε σπίτι μακρινό, απόηχο από τραγούδι αγαπημένο,. Και τρέχεις σαν τρελός να βρεις πηγή. Και καταλαβαίνεις ότι υπάρχουν σήματα που δεν μπορείς, εύκολα, να αποκρυπτογραφήσεις. Αλλά κάποιος ή κάτι σου μιλάει. Και πρέπει να απαντήσεις. Κυρίως στον εαυτό σου.

Η ποίηση υπάρχει παντού. Και κάθε άλλο παρά περιττή είναι. Είναι απαραίτητη. Όπως το γεύμα. Εκείνο που αλλάζει είναι οι τρόποι και οι βαθμοί πρόσληψης της. Εξαρτάται από την παιδεία και ταυτόχρονα δεν εξαρτάται. Όπως η ομορφιά. Με ή χωρίς την συμμετρία της. Εμφιλοχωρεί στον καμβά της Φύσης. Σ' ένα πιάτο καλό φαΐ. Σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Σε μια ταινία. Σ' έναν πίνακα. Σ' ένα βιβλίο βέβαια. Σ' ένα τραγούδι ή  σ' ένα κομμάτι μουσικό, που  παραλύει τη  σκέψη σε όποιες έλλογες ερμηνείες. Η ποίηση είναι κακή. Καλή. Καλύτερη. Σπουδαία. Μεγαλοφυής. Όλες οι μορφές της είναι χρήσιμες. Όπως και η ασχήμια, που ταυτοποιεί την έλλειψη της ομορφιάς. Μεγαλώνουμε σιγά-σιγά. Και στην αρχή τρώμε (και φτιάχνουμε) φαγητά απλά. Δεν θα ξεκινήσουμε από κατσικάκι στη γάστρα με "δαμάσκηνο και πορτοκάλι. Στην "ενηλικίωση" αλλάζει το μενού. Κρύβονται οι ρωγμές της κατασκευής και δυσκολεύεται η είσοδος. Αποθαρρύνεται ή πεισμώνει ο υποψήφιος επισκέπτης. Πρέπει να ξεσκουριάσει και να ακονίσει εργαλεία για την "είσοδο". Όλα κοστίζουν και αμείβονται αναλόγως, όχι με τα γνωστά νομίσματα. Γυρίζουν οι βραχίονες του γαλαξία μας που ταυτόχρονα ταξιδεύει στο άγνωστο και κάποιος τραγουδάει πάνω σ' έναν κόκκο του, την "προδομένη του αγάπη". Σε κάποια δις έτη, τι θα κάνει (εάν υπάρχει) ο απόγονος; Ποια η σχέση των "Χ" έξωγήινων με την ποίηση (και όχι με την τεχνολογία, που φανταζόμαστε εύκολα κάποια σχέση). Τι ζουμερά —για μένα— ερωτήματα. Χωρίς απαντήσεις.

 Ό,τι μπαίνει σε λέξεις μετέχει του «γλυκού» παιχνιδιού της εξουσίας ή μήπως όχι; 

Όλοι οι δομικοί λίθοι (και όχι μόνον οι λέξεις), που δομούν τα οικοδομήματα των διαφόρων μορφών Τέχνης μετέχουν στο "γλυκό παιχνίδι". Το καταλαβαίνει κανείς αργά. Γιατί στην αρχή, όλα είναι εξωραϊσμένα, αμόλυντα, παθιασμένα με την υποκειμενική "Αλήθεια", ενστικτωδώς νοιώθοντας, ότι εδώ, δεν εμφιλοχωρούν τα γνωστά χρηματιστήρια, που οδηγούν νομοτελειακά στην προσωπική και συλλογική πτώχευση. Όμως, μέσα μας, κουβαλάμε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο. Τους προπάτορές μας. Τα άγρια —που εξομαλύνθηκαν με τις χιλιετίες — , ένστικτα τους. Δεν αποτελούν μόνον αρνητική επιρροή. Στο καθαρά δημιουργικό κομμάτι, νοιώθεις ενίοτε να παφλάζει μέσα στο έργο ο σφυγμός του αρχαίου αίματος, που μάχεται για την επιβίωση, την κατανόηση του κόσμου και των μυστηρίων του. Αλλά είναι πρόβλημα του καθενός μας να δει ή όχι το πταίσμα, σε αυτόν τον Γολγοθά της εξέλιξης. Το αν κάποιος ξεκινήσει κιθάρα ή πιάνο, επειδή δεν τον προσέχει καθόλου η όμορφη Αγγελική, δεν είναι προς Θάνατον. Ούτε προς Θάνατον είναι, ο ενδεχόμενος "μύθος" και ίσως κάποια μορφή "εξουσίας" που τον συνοδεύει, στην περίπτωση μιας καλλιτεχνικής εξέλιξης, πραγματικά ή πλασματικά σημαντικής. Η χρήση που κάνει ο οιοσδήποτε, της Γνώσης ή της (ισχυρής ή όχι) θέσης που αποκτά, είναι συγκερασμός πολλών, και ο συλλογικός νους της ανθρωπότητας (που ενυπάρχει κατά κάποιο περίεργο, α ή β τρόπο, περισσότερο ή λιγότερο εκλεπτυσμένο, στον καθέναν μας), δεν ξεχνάει ούτε τον προπάτορα-σκουλήκι, ούτε διστάζει —όποτε χρειαστεί—, να -ψυχράνει (λούζοντας) μια υπέρθερμη (από τις αναθυμιάσεις του "μύθου" και της "εξουσίας") κεφαλή.

 

Πέρα από ποιητής έχεις δώσει δείγματα γραφής παλαιό­τερα κι ως τραγουδοποιός. Το ερώτημα λοιπόν που αναδύεται είναι: Ποίηση στο χαρτί, στην ηλεκτρονική οθόνη ή ποίηση στη λαλιά, στην «σκηνή»; 

Όπως απάντησα και στην πρώτη ερώτηση, η ποίηση υπάρχει παντού. Δεν εξοβελίζεται από πουθενά. Είναι θέμα αισθήσεων ή παραισθήσεων του δέκτη. Το αν διαβάζεται η ποίηση στο χαρτί ή πάνω στην οθόνη, πιθανώς να έχει την ίδια σημασία με το (αρχαίο εδώ) ερώτημα: ποίηση στην πέτρα, στο κεραμίδι, ή στον πάπυρο. Το θέμα της "σκηνής" είναι γενικότερο, και δεν αφορά μόνον την μουσική βέβαια. Κάλλιστα θα μπορούσαμε να συζητήσουμε, το θέμα της ανάγνωσης ποίησης μπροστά στο κοινό, για να είμαστε πιο κοντά στο θέμα μας. Είναι ένα θέμα όμως (κυρίως αυτό της μουσικής και της τραγουδοποιίας), που πέραν των εμφανών αναλογιών, αισθάνομαι ότι είναι αρκετά απομακρυσμένο από τον κυρίως κορμό των ερωτήσεων-απαντήσεων αυτής εδώ της συν-διάλεξης, και θα ήθελε έναν δικό του χώρο για να θιγεί με επάρκεια.

 

Ποιών δημιουργών το έργο άνοιξε την αυλαία για τη δική σου ανηφορική περιπέτεια στον ποιητικό λόγο; 

Επανέρχομαι στην απάντηση μου της πρώτης ερώτησης. Εκεί βρίσκεται όλο το υπόστρωμα. Το χώμα που περιμένει τον πρώτο σπόρο. Ο πρώτος σπόρος, μπορεί να έρθει από ένα οργανωμένο και με πολύχρονη πείρα παρασκευαστήριο. Μπορεί όμως να  ρίξει κάποιο πουλί. Άνεμος δυνατός, ή χείμαρρος σφοδρός

να μεταφέρει. Μπορεί ν' ανθίσει, μπορεί κι όχι. Εγώ την τύχη (ή την ατυχία) να βρω σπόρο έτοιμο, από οικογενειακό παρασκευαστήριο, απαλλαγμένο από κάθε είδους παράσιτα, δεν την είχα. Έτσι, αρκέστηκα στους σπόρους, όχι της τύχης ακριβώς, αλλά σε κάποιους περιβαλλοντικούς φορείς μιας λίγο πολύ τυχαίας, αλλά και ταυτόχρονα ενσυνείδητης επιλογής προσώπων και πραγμάτων, μέσα ή στον περίγυρο της οικογένειας. Εννοώ την εμπειρία της «τεχνολογίας αιχμής» της εποχής, το ραδιόφωνο (με τον λόγο, την μουσική του, και την παλίρροια των μυστηριωδών μακρών ή βραχέων κυμάτων), τις κανταδόρικες μπάντες φίλων με έξοχες φωνές, που καλούσε ο ζακύνθιος πατέρας μου στο σπίτι, ή στην κοντινή ταβέρνα, και την κλίση την βιολογική σχεδόν, που φανέρωσα νωρίς για την μουσική, ταυτόχρονα με την έκσταση, για την αόρατη κουρτίνα που έκρυβε ο ορατός (μικρόκοσμος ή μεγακοσμος) του σύμπαντος και της αρχόμενης — εκείνα τα χρόνια του '60 —, εξερεύνησης του. Ακόμα θυμάμαι τις πρωτόγονες, μυθώδεις και τρομακτικές συζητήσεις, με τα παιδιά της γειτονιάς, τα αυγουστιάτικα βράδια, κάτω από τα διερχόμενα καντηλάκια των πρώτων δορυφόρων που διέσχιζαν το ελληνικό στερέωμα την δεκαετία του '60.

Τρομάζω τώρα που σκέφτομαι πόση απόσταση διανύει κάποιος (ορμώμενος από τα πιο δυσπρόσιτα μέρη), για να καταλήξει στην λεωφόρο, όπου εκεί, οι ταχύτητες και τα ερεθίσματα (καλά ή άσχημα), αυξάνονται ιλιγγιωδώς, και εναπόκειται στον ίδιο, το πόσο μακριά και γρήγορα θα φτάσει κάπου. «Στην λεωφόρο», βρέθηκα λοιπόν από τα μονοπάτια της φοιτητικής μου ζωής, μακριά από τους γονείς, σε μιαν άλλη πόλη, με «δικό μου» άπλετο ελεύθερο χρόνο. Θα έπαιρνε πολύ χρόνο να περιγράψω τα βήματα σημειωτόν, για να φτάσω σε κάποια χιλιομετρική θέση της λεωφόρου. Εκείνο στο οποίο βρίσκω σημασία να επιμείνω (και όχι στο να αραδιάσω ονόματα), είναι ότι κάθε βιβλίο (από το «Κομμουνιστικό μανιφέστο» και την «Ασκητική», ίσαμε τις «Δοκιμές» και τα «Ανοιχτά χαρτιά, για να περιοριστώ στην δοκιμιογραφία κατά βάση), με τις παραπομπές του, αποτελούσε για μένα έναν «Μικρό Ναυτίλο», που με γεωμετρική πρόοδο έπλεκε έναν ιστό-σηματωρό, που αποτελούσε και τον καλύτερο χάρτη, για τις περιοχές που ο καθένας είχε το κουράγιο, τα εφόδια, την τύχη και την διάθεση να εξερευνήσει.

 

 

 

Ως προς την τόσο γόνιμη —διιστορικά— ελληνική γλώσσα: πόσο γράφει, εκείνη και πόσο νεοέλληνας ποιητής; 

Πνευματικοί πατεράδες μας είναι κυρίως οι νεκροί. Και είναι πολλοί. Περισσότεροι από εμάς που ακόμα "εξέχουμε" από το χώμα, και προσπαθούμε να αποτελέσουμε τη συνέχεια τους. Φυσικά, ενστικτώδης στόχος όλων μας, είναι η υπέρβαση. Αλλά το ένστικτο είναι μια τάση. Μια καλώς ή κακώς εννοούμενη φιλοδοξία. Δεν είναι εξοπλισμός. Σε αυτή τη μάχη των «ρεκόρ» της "φόρμας", ή της "πρωτότυπης ματιάς" στα συντελούμενα (γιατί ποιος θα κατηγορηθεί και δικαστεί, αν ισχυριστεί ότι όλα έχουν ειπωθεί;), χρειάζεται να γίνουν τόσες αλλαγές στον τρόπο άσκησης, εφοδιασμού ή ανεφοδιασμού, και γνωριμίας των συναγωνιζόμενων (νεκρών ή ζωντανών), προστιθεμέ

νου του υπερκορεσμού των τελευταίων δεκαετιών, που, πολύ αμφιβάλλω, ότι αυτή η αντιπαράθεση ελάσσονος-μείζονος, θα φθίνει, όχι επειδή είναι άνευ νοήματος, αλλά λόγω των τεράστιων απαιτήσεων που επιβάλλει. Ο «εμβολιασμός» με το «μείζον» κατά τον Ezra Pound, θα γίνεται (εκτός της αποτιμημένης Ιστορίας, που και αυτή υπόκειται σε κλυδωνισμούς, μεταπτώσεις, και ανατροπές), τυχαία, αποσπασματικά, ή σαν δώρο από κάποια προικισμένα μυαλά, προσωρινοί εκφραστές (πριν καταρρεύσουν) μιας συλλογικής μνήμης. Από εκεί και πέρα, στην απόπειρα του κάθε υποψήφιου νεοέλληνα ποιητή, εναπόκειται στον καθένα μας, παρόλο τον κορεσμό, να έχουμε μια θετική ή όχι στάση, απέναντι σε αυτήν την αλματώδη παραγωγή. Το σημαντικό —που δεν πρέπει να μας διαφεύγει— στοιχείο αυτής της πολυγραφίας, είναι η καταγραφή του προσωπικού σύμπαντος, που για τον γράφοντα, είναι εξίσου κρίσιμο και καίριο —αν δεν υπερτερεί—, με το Άλλο. Είναι ο δικός του τρόπος να ερμηνεύει τον κόσμο. Το αν έχει την επάρκεια ή την φιλοδοξία (φανερή ή κρυφή), ο δικός του τρόπος, να ερμηνεύει τους κόσμους πολύ περισσότερων, είναι ένα άλλο ζήτημα που έθιξα στην αρχή της ενότητας.

 

Διδάσκεται η λογοτεχνία; Και αν ναι, πώς; Ή τουλάχιστον: τί να ήταν καλό να αποφεύγεται στην σχετική εκπαιδευτική πράξη;

Ένας λογοτέχνης, πριν γράψει, έχει κάτι διδαχτεί. Αν δεν είχε διδαχτεί αυτό το «κάτι», δεν θα έγραφε απολύτως τίποτε. Σ' αυτό το «κάτι», περιλαμβάνεται φυσικά η βασική παιδεία καταρχάς. Κατά δεύτερον ο τρόπος της. Που έχει σχέση βέβαια με τον διδάσκοντα κυρίως. Κατά τρίτον, στα επόμενα στάδια παιδείας (συμπεριλαμβανομένης της αυτοδιδαχής), το κρίσιμο είναι ο εμβολιασμός με το μείζον (σε δοκίμιο, πεζό ή ποίηση). Από εκεί και πέρα, όλα τα άλλα, έπονται. Προαπαιτούμενα δεν είναι. Σε άλλους είναι χρήσιμα. Σε άλλους όχι. Προαπαιτούμενο είναι οι «πρώτες αισθήσεις», που έχω προαναφέρει. Κλείνω, λέγοντας, ότι στην οποιαδήποτε απόπειρα διδαχής της λογοτεχνίας, πρέπει να ενυπάρχει ταυτόχρονα, η υπονόμευση αυτής της διδαχής.

 

Είναι τέχνη η εργασία του κριτικού λογοτεχνίας — κι αν ναι, ποιες αρετές «πρέπει» να εκφέρει;

Ως τέχνη του λόγου ναι, για να απαντήσω εύκολα. Ως τέχνη του λόγου σε συνδυασμό με την κρίση και ανάδειξη (σε πείσμα πολύχρονης σιωπής) σημαντικών έργων, επίσης. Η τέχνη λόγου του κριτικού, εξαρτάται πάντα από το κρινόμενο μέγεθος. Ας σκεφτούμε, από τη μια, «τις χαμηλές επιδόσεις» της κριτικής, σε μέτρια έργα, και από την άλλη, το αποτέλεσμα που έχουμε στην «κρίση» π.χ. του Κάλβου ή του Παπαδιαμάντη από τον ομότεχνο τους Οδ. Ελύτη, με όλους τους «κλυδωνισμούς» των απόψεων του, στο πέρασμα του χρόνου. Κι αυτό το αποτέλεσμα ας το συγκρίνουμε με ότι μας έχει προσπορίσει, πλειάδα ποιητικών συλλογών, που βέβαια έχει σχέση — ας πούμε- με την «κάθε αυτό» τέχνη του λόγου. Τα συμπεράσματα είναι αυτονόητα.

Δεν θα ήθελα, να απομακρυνθώ πολύ, από τις περιπτώσεις δημιουργών, που οι ίδιοι με το δοκιμιακό τους έργο κατάφεραν να μιλήσουν για τις συνθήκες του εργαστηρίου τους, των υλικών τους και εν γένει για το υπόστρωμα του έργου τους. Καθώς επίσης και για έργα ομοτέχνων τους, που εκτιμούσαν ή ένοιωσαν να διατρέχει το έργο τους κοινή «σημαντική». Εδώ η γλώσσα είναι σαφής, χειροπιαστή. Οι λέξεις είναι από ύλη, που την πιάνεις στα χέρια σου και την πλάθεις ή την καταπίνεις. Εξαρτάται από το πόσο νηστικός είσαι.

Απομακρυνόμενοι από τους δημιουργούς-δοκιμιογράφους-κριτικούς, παλιότερα έβλεπες (γιατί τώρα έχω την αίσθηση ότι εκλείπει το είδος, και δεν είναι μόνον εκείνοι υπαίτιοι), μια αρκετά μεγάλη γκάμα κριτικών (και όχι μόνον λογοτεχνίας), που -με τα λάθη τους — , διέτρεχαν όλο το φάσμα της διεισδυτικότητας και της επάρκειας, στην ανάγνωση ενός έργου. Διεισδύσεις, που ο καθένας από μας αξιοποίησε, για να τεκμηριώσει και να αξιοποιήσει τον συνέχεια μεταβαλλόμενο λογοτεχνικό χάρτη. Ας μην παραβλέπουμε, ότι στην βασική εκπαίδευση, στις αναλύσεις των κειμένων, που όλοι καταλαβαίνουμε την αξία τους, κλέβουν το ρόλο τους, συνήθως υποδεέστεροι διδάσκοντες. Προτιμώ τον κόσμο με τους κριτικούς. Και όχι χωρίς αυτούς. Κάθε δουλειά εξάλλου, έχει ανθρώπους σε λάθος μέρος.

 

Αναγνωρίζεις ή απορρίπτεις την όποια αξία τον περίφημου «λογοτεχνικού κανόνα»;

Η έννοια του περίφημου «λογοτεχνικού κανόνα», είχε επιπτώσεις (με δύσκολο τον προσδιορισμό του μεγέθους της επιρροής του) στην λογοτεχνική παραγωγή από τον 4° μέχρι τον 18° περίπου αιώνα. Έκτοτε, μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι οι φυγόκεντρες τάσεις από αυτόν, αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο, είτε λόγω επαναπροσδιορισμού της «λογοτεχνικής παράδοσης», είτε λόγω του μπολιάσματός της με τα σύγχρονα ρεύματα αντίληψης της λογοτεχνικής γραφής, φτάνοντας τις τελευταίες δεκαετίες στο σημείο, μιας διάθεσης πλήρους ανατροπής του, με αποτελέσματα, άλλοτε εξαίσια και άλλοτε αδιάφορα. Η έννοια του «κανόνα» δεν είναι δυνατόν, να θιχτεί περισσότερο, εδώ. Έχουν γραφτεί πολλά, και δεν εξαρτάται μόνον από λογοτεχνικές παραμέτρους, στον βαθμό που μπορούμε να απομονώσουμε την λογοτεχνία από τα υπόλοιπα κοινωνικά δρώμενα. Σε συνδυασμό με την απάντηση στην 6η ερώτηση, ο κάθε «κανόνας» υφίσταται δικαίως. Ενυπάρχει εντός μας, είτε ως εργαλείο της βασικής παιδείας, είτε ως «χαρακτηριστικό» μιας λογοτεχνικής εποχής, με τα μείζονα ή ελάσσονα έργα της. Κατακτώντας τα, ενσωματώνουμε και τον «κανόνα» τους. Και ενστικτωδώς, θέλουμε, παρανομώντας, να ανατρέψουμε. Ενστικτωδώς. Διότι η ουσιαστική ανατροπή —εάν έχει νόημα η έκφραση στις μέρες μας, που δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο — , έχει απαιτήσεις, τις οποίες έχω αναφέρει σε άλλη ερώτηση.

 

Υπάρχει κάποιο ποίημα σου που με την πάροδο των ετών και των επανεγγραφών, εξακολουθεί να μην έχει βρει την οριστική τον μορφή;

Δεν ξέρω αν κάποτε (που θα είμαι πιο γερασμένος, αλλά θα έχω ταυτόχρονα χρόνο, ελπίζω ουσιαστικό), αρχίσω να χτενίζω παλιά γραπτά. Προς το παρόν, οι σποραδικές και όχι συχνές επισκέψεις στα γραπτά μου (γιατί απαλλάχτηκα από δαύτα), δεν συνδυάζονται με έντονες διαθέσεις παρέμβασης για την διαιώνιση των.

 

Πόσο εύκολο ή δύσκολο ή και —σε τελική ανάλυση κρίνεις— απαραίτητο να εξηγείται το μυστήριο της εκάστοτε δημιουργίας;

Δεν το βρίσκω ούτε εύκολο, ούτε δύσκολο. Εάν κάποιος γρά-ψε1, κάτι καλό γι αυτό, είναι ευπρόσδεκτο για εκείνον που τη συγκεκριμένη στιγμή το έχει ανάγκη. Και στο διάβα της ζωής μας έχουμε ανάγκη να ακούσουμε και να μάθουμε πολλά. Το ίδιο το έργο, ταξιδεύει ερήμην οιονδήποτε εξηγήσεων, που έτσι χι αλλιώς ενυπάρχουν εντός του.

 

Το ποίημα που ζήλεψες-θαύμασες... (και οι λόγοι που το καθομολούν σε αυτή τη «θέση»)

Αδυνατώ να επιλέξω. Ευτυχώς.

 

Η πιο υπερεκτιμημένη αρετή στην ποίηση είναι;

Η ηθική της.

 

Η πιο υποτιμημένη;

Η ανηθικότητά της.

 

Στον βαθμό που παρακολουθείς τη δουλειά των ομοτέχνων σου: Τι χαρακτηριστικά παρουσιάζουν τα ελληνικά ποιητικά πράγματα στις αρχές του 21ου αιώνα;

Δυστυχώς, το να πω, ότι παρακολουθώ την ελληνική ποίηση, με την προσήλωση, την ευθύνη και την επάρκεια που χρειάζεται, για να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση, θα ήταν ψέμα. Ωστόσο θα εθελοτυφλούσα εάν δεν παραδεχόμουν (αυτά τα έχω ήδη θίξει, εν πολλοίς στην πέμπτη ερώτηση), ότι το μεγαλύτερο μέρος της εκδοτικής παραγωγής, μάλλον παίζει έναν ψυχοθεραπευτικό (πολύ σημαντικό για το άτομο, και εμμέσως για την κοινωνία) ρόλο, και παρ' όλες τις ψευδαισθήσεις —που όλοι κατά καιρούς τρέφουμε — , στο βάθος, μας είναι γνωστό, ότι δεν ξέρουμε πού ακριβώς είναι ο πήχης της ποίησης, που πρέπει, αν όχι να υπερπηδήσουμε, τουλάχιστον να φτάσουμε. Σύμφωνοι, είναι συζητήσιμη η έννοια «της αρένας» στην ποίηση (αν και νομίζω αναπόφευκτη: ο κορμός της δημιουργικότητας χτίστηκε πάνω στην «αποφυγή του υπαρκτού»). Αλλά εξίσου συζητήσιμη είναι η φιλομάθεια, η γνώση του αντικειμένου και η επάρκεια μας εν γένει.

 

Ποια είναι τα μελλοντικά σον πάθη, οι ποιητικοί σον σχεδιασμοί απέναντι στην επόμενη «λευκή σελίδα»;

Κυοφορείται- κάτι —πολύ μακρινό ακόμα— για να λάβει λεκτική υπόσταση και. να δηλώσει, παρόν. Είναι σαν τα μωρά, που ξαφνικά, από το πουθενά, βρίσκονται σε μια κοιλιά, και βλέπεις το δέρμα της να γεμίζει «πατημασιές». Μπορεί όμως να είναι και βαρυστομαχιά.

----------------------------------------------------

 

-------------------------------------------------------------------------------------

Σωτήρης Γεραλής

Ιερά Πρανή

 

Ξεχυμένες στέπες ακατάβλητες

κοκόρια σε μαύρες αυγές

και πρόβατα βελάζοντα

στα ιερά πρανή τ' ουρανού.

 

Ανεμοδαρμένα ερίφια κραταιών ερειπίων

βυσσοδομούν στην εξαϋλωμένη νύχτα

το μακελεμένο ύδωρ των φρεάτων.

 

Πουλιά, πλέκουν στο πέλαγο

τα ξάρτια της Πατρίδας

με γαλανά κοιτάσματα.

 

Ξεχυμένες στέπες ακατάβλητες

με βουβάλια του θέρους

ιδρωμένα καλοκαίρι και γαλαξία

χλιμιντρίζουν

μιαν εποχή γεμάτη ρόζους από ξύλα παλιά

πεθαμένα στους κάτω φλοιούς

μιας θάλασσας αποκλεισμένης

από νεκρά ονόματα, κόκαλα ψαριών

και φρύγανα που έτριξαν σε τρύπιους αιώνες.

 

Κοιτάσματα μιας πόλης που αναλήφθηκε

σπαρμένη φύτρες ερειπίων,

βραχνά ποτάμια στα ψαχνά ορέων,

ξύλινες σοδειές μελισσοκόμων,

απολιθωμένες υλοτομίες

ενός καπνού που δεν υψώθηκε ποτέ,

κι άνυδρες σημαίες βυθοκόρων

να πενθούν ματαιωμένα καράβια.

 

Δέντρα νωπά στην ατέλειωτη βροχή.

Νανουρίσματα πουλιών, νυφίτσες, χορευτικές αρκούδες

και λυκόπουλα που κυνηγάνε παραμυθένιες αλεπούδες

κόκκινα σκουφιά και κουρούνες.

Ξυλοκόπους νυσταγμένους,

και στασίδια φυτρωμένα γραίες

ανθισμένες πρόσφορα.

 

Φορώντας την πανοπλία του Έαρος

γυρίζω πίσω στα χώματα τα πατρικά.

Σαρωμένα απ' την αυριανή συντέλεια

που δεν είναι παρά του σώματος η φθορά·

του κάθε κόκκου.

Το ιερό πυροβολείο της εξαϋλωμένης μάζας.

Στόχοι νεκροί κιόλας απ' το υπερπέραν

μας κοιτάζουν με γυάλινο μάτι

σ' ένα θρόνο όλο πλουμίδια και δυσεξήγητη αγάπη.

Ελάσματα γονυκλισίας και κεριά

βαλσαμωμένα πυρίτιο·

και προσευχή ξενιτεμένη.

 

 

Αναδημοσίευση από το περιοδικό τέχνης & λόγου Νησίδες

Τελευταία Ενημέρωση στις Σάββατο, 07 Ιανουάριος 2012 20:39